ἐμφύρω

ἐμφύρω
ἐμφύρω and [suff] ἐμφυλλ-άω [pron. full] [ῡ],
A mix up, confuse,

ἵπποι δ' ἐφ' ἵπποις ἐμπεφυρμένοι A.Fr.38

, cf. Lyc.1380; [dialect] Ep. [tense] aor. 1

ἐνιφυρήσαντες Opp.H.3.498

: [tense] aor. [voice] Med. ἐνεφύραντο v.l. in LXXEz.22.6: also fr. ἐμφυράω, [tense] pf. part. [voice] Pass.

ἐμπεφυραμένος Archig.

ap. Orib.8.2.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • ενιφύρω — ἐνιφύρω (Α) ποιητ. τ. τού εμφύρω* …   Dictionary of Greek

  • επεμφύρω — ἐπεμφύρω (Α) βουτώ μέσα σε κάτι («ἐπεμφύρω τὰς χεῑρας τοῑς ἡδύσμασι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εμφύρω «ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμφύρω — Μ αναμιγνύω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμφύρομαι — Α περιπλέκομαι, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύρω «αναμιγνύω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”